τάκκος (1)
Ουσιαστικό, διγενές

Πολύ όμορφη γυναίκα, κουκλάρα.


Παραδείγματα

Που ζαόκασhιαν έκαμα σε τάκκον! είπε η νεράιδα της Σταχτοπούττας.


- Και τώρα τι να φορέσω;

- Ο,τι και να φορέσεις εσύ τάκκα μου, εννά ναι ωραίο!

Προέλευση

Από το βεν. taco 'στήριγμα από κομμάτι ξύλο ή μέταλλο'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η αρχική μορφή του ουσ. ήταν τάκκος 'κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται για υποστήριξη', ενώ το θηλυκό τάκκα φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ως επιτατικό, για να ενισχύσει τη νέα σημσία.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.