τάκκαρος, τακκάρα
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αυτός που είναι πολύ όμορφος και εντυπωσιακός, πολύ τάκκος.
Παραδείγματα
Ποιος είναι ρε ο τάκκαρος με το μαύρο το μαλλί που είδα ψες στο μπαρ με την αρφή σου;
Προέλευση
Από το ουσ. τάκκος και τη μεγεθυντική κατάληξη -αρος.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Αρχικά η λέξη αναφερόταν σε γυναίκες, τελευταία όμως χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα. Έτσι, ο άντρας μπορεί να είναι τάκκαρος, ενώ η γυναίκα μπορεί να είναι είτε τάκκαρος, είτε τακκάρα!
Τάκκαρε μου παράδεισε μου
Μια νύχτα χάρισε μου
Τάκκαρε μου παράδεισε μου
Μια νύχτα χάρισε μου