κατσικόρωνος[katsʰːikóɾonos]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: κατσικορωνούδιν, κατσικορωνούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: κατσικορωνούδιν, κατσικορωνούιν.