κιρκιλλούδιν[ciɾ̥cilːúðin]Ουσιαστικό, ουδέτεροκιρκιλλούιν ΠαράδειγμαΣυνήθως στον πληθυντικό. ΣημειώσειςΣυνήθως στον πληθυντικό.