κκιλίντζ̌ιρος
[cʰːilíndʒiɾos]
Ουσιαστικό, διγενές
[cʰːilíndʒiɾos]
Ουσιαστικό, διγενές
Παράδειγμα
Υποκοριστικά: κκιλιντζ̌ιρούιν.
Σημειώσεις
Υποκοριστικά: κκιλιντζ̌ιρούιν.
Περισσότερα ...
Υποκοριστικά: κκιλιντζ̌ιρούιν.
Υποκοριστικά: κκιλιντζ̌ιρούιν.