κότσιρος
[kótsʰːiɾos]

Ουσιαστικό, αρσενικό


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: κοτσιρίν, κοτσιρούιν.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: κοτσιρίν, κοτσιρούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.