κκιλίντζιρος
Ουσιαστικό, αρσενικό



Αυτός που είναι βρομιάρης και ατημέλητος.


Παράδειγμα

Σάστου ρε μια φορά περιποιημένα όπως ούλλοι οι αθρώποι. Μια ζωή κκιλίντζιρος κυκλοφοράς.

 

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

«Μην σας ξεγελά η κυριολεκτική σημασία της λέξης.  Ο κκιλίντζιρος μόνο ρακένδυτος και αλήτης δεν είναι. Για παράδειγμα μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη λέξη για κάποιον ο οποίος εξαπολύει σκουπίδια από τη Mercedes του για να μην λερώσει το χαλάκι της κούρσας (get a fucking σακουλάκι). Έχει την ίδια, ισχυρή σημασία για κάποιον εκδρομέα που άφησε ένα βουνό σκουπίδια πίσω του ή για για ένα κατασκηνωτή ο οποίος επιδίδεται στο ίδιο σπορ με τον προηγούμενο αλλά για πολλές μέρες. Ο “κκιλίντζιρος” όμως χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους ντόπιους συνήθως για ομάδες πληθυσμών οι οποίες προέρχονται εξ ανατολάς [sic]. Έτσι οι Κύπριοι διαψεύδουν καθημερινά φήμες που τους θέλουν να είναι ρατσιστές με εκφράσεις όπως: 'Τούτοι οι μουλλάες εν τέλεια κκιλίντζιροι' ή 'Τες Κυριακές δεν μπορείς να πάεις ένα περίπατο ρε παιδί μου γιατί πιάννει άδεια ούλλον το κκιλιντζιρκόν'». Πηγή: http://opikris.com/archives/1269

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.