λειξ̌ιάρηςΕπίθετοΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπουΒλ. λείξης. ΠαράδειγμαΡε λειξ̌ιάρη, σταμάτα να τρώεις ο'τι βρίσκεις μπροστά σου, εννα γίνεις σαν τον βόρτο! Συνώνυμα: λείξης, λείξης