χωρκοΰρης, -α
Ουσιαστικό, διγενές

Αυτός που χωρκοϋρίζει, που γυρίζει εδώ κι εκεί διασκεδάζοντας και δεν μαζεύεται στο σπίτι του, ο σουρτούκης.


Παράδειγμα

Θεωρούμαι ο “χωρκοΰρης” της οικογένειας, επειδή είμαι ο μόνος που του αρέσουν τόσο πολύ τα ταξίδια.

Προέλευση

Παλιότερα, η λέξη σήμαινε τον πλανόδιο έμπορο, το γυρολόγο, σήμερα όμως η σημασία αυτή τείνει να εξαφανιστεί.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το θηλυκό εμφανίζεται με δύο μορφές, χωρκοΰρα και χωρκοΰρισσα.

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.