χτιτζ̌ιόν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
(μτφ) Κάποιος ή κάτι πολύ βρόμικο και με άσχημη μυρωδιά.
Παραδείγματα
Φράσεις
- χτιτζ̌ιόν του λάκκου
Προέλευση
Παλιότερα χτικιό ονομαζόταν η φυματίωση, ενώ αργότερα η λέξη πήρε τη μεταφορική σημασία της (σωματικής) ταλαιπωρίας στην κοινή νέα ελληνική και της βρομιάς στην κυπριακή. Η λέξη σχηματίστηκε από το μσν. ρήμα χτικιάζω "παθαίνω φυματίωση" και αυτό από το ελληνιστικό ἑκτικός (ενν. πυρετός) που σήμαινε "χρόνιος, επίμονος".