παστότζ̌ίκλα
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που είναι πολύ λεπτός.
Παραδείγματα
Μα δε τούντην την κορούα ρε φίλε, που τες πολλές τες δίαιτες έγινε μια παστότζ̌ίκλα.
Συνώνυμα:
ξεραντζ̌ιάρης, καννίν, ξεραντζ̌ίάρης, -ισσα -ιν/-ικον, καννί
Αντώνυμα:
βόρτος, βόρτισσα, λόττα, βόρτος, βόρτισσα, λόττα
Προέλευση
Είναι σύνθετη λέξη από το επίθετο παστός 'λεπτός' και το ουσιαστικό τζ̌ίκλα 'τσίχλα' (γένος πουλιών).