μαουλούτζ̌ιν
[maulútʃin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

μαβλούτζ̌ιν


Παράδειγμα

Μεγεθυντικά: μαουλούκα, μαγουλούκα.

Σημειώσεις

Μεγεθυντικά: μαουλούκα, μαγουλούκα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.