μάσκα[máska]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: μασκούδα, μασκούα, μασκού. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: μασκούδα, μασκούα, μασκού.