μαστραππίν[mastɾapʰːín]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: μαστραππούδιν, μαστραππούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: μαστραππούδιν, μαστραππούιν.