μισταρκός[mistaɾ̥kós]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: μισταρκούδιν, μισταρκούιν, μισταρκαρούιν, μισταρκαρίιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: μισταρκούδιν, μισταρκούιν, μισταρκαρούιν, μισταρκαρίιν.