πιθκιαβλοζάμπης, -ισσα -ικον
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που έχει πάρα πολύ λεπτά πόδια, σαν το καλάμι της φλογέρας.
Παραδείγματα
Θυμούμαι μια ζωή την Σταυρούλλα να εν πιθκιαβλοζάμπισσα. Όποτε θωρώ τα πόθκια της έρκεται πάντα μες τον νου μου το πιθκιάβλι.
Συνώνυμα:
καννίν, καννί
Αντώνυμα:
βόρτος, βόρτισσα, λόττα, βόρτος, βόρτισσα, λόττα
Προέλευση
Είναι σύνθετη λέξη από το ουσιαστικό πιθκιάβλη ''φλογέρα'' και το ουσιαστικό ζάμπα ''μπούτι''.