κάχτος
Ουσιαστικό, αρσενικό



Αυτός που είναι ιδιαίτερα άτυχος.


Παράδειγμα

Είμαι τέλεια κάκτος! Εξέχασα να πιάσω ομπρέλα τζ̌αι άρκεψε να βρέσ̌ει.

κάκτος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.