μούλα[múla]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: μουλούδα, μουλούα, μουλού. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: μουλούδα, μουλούα, μουλού.