τσ̌αρτζ̌άρωΡήμαΝεανική γλώσσαΦορτίζω, γεμίζω μία συσκευή με ηλεκτρικό φορτίο. ΠαράδειγμαΈσ̌εις κανένα φορτιστή δαμέ για να τσ̌αρτζ̌άρω λίο το μόπαϊλ μου; ΠροέλευσηΑπό το αγγλικό charge 'φορτίζω'.