πούζης, -ισσαΟυσιαστικό, διγενέςΕιρωνικόΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπουΗλικιωμένος. ΠαράδειγμαΑ, δε τον πούζη που θέλει να μου πάει τζ̌αι διακοπές στη Θαϊλάνδη.