νεβκά
[nefká]

Ουσιαστικό, θηλυκό

νεφκά


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: νεβκούδα, νεβκούα. Μεγεθυντικά: νέβκουλλος.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: νεβκούδα, νεβκούα. Μεγεθυντικά: νέβκουλλος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.