αβάττας
[aˈvatʰːas]
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που δεν έχει ποτέ χρήματα επάνω του.


Συνώνυμα:

αμπάκκιρος, αμπάκκιρος

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Το αβάττας είναι νεολογικός σχηματισμός, μη καταγεγραμμένος στα μέχρι σήμερα λεξικά της κυπριακής, όπου βρίσκουμε μόνο το υφολογικά ουδέτερο αβάττατζ̌ης.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.