μισκήνης, -ισσα
Επίθετο

μισκής

Αυτός που είναι μικροκαμωμένος.


Παραδείγματα

Ο Κώστας εν τέλια μισκήνης τζιαι φαίνεται σαν το μωρό.


Μα φοάσαι τον τούτο τον μισκήνη ρε; Τούτου ππα να του κάμεις έννα ππέσει.

ωσφ

Προέλευση

Από το τουρκ. miskin 'λεπρός'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η λέξη εμφανίζεται και σε πολλές άλλες ποικιλίες της ελληνικής γλώσσας και η σημασία της φαίνεται να ποικίλλει ανάλογα με την περιοχή, αλλά ενδεχομένως και με την περίοδο χρήσης. Θα χρειαζόταν μία πολύ αναλυτικότερη μελέτη για να εξακριβωθεί η πορεία των σημασιολογικών αλλαγών που έχει υποστεί ανά τους αιώνες.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.