λουβίθκια
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Κομμάτια από ένα θρυμματισμένο αντικείμενο, θρύψαλα.
Παραδείγματα
Εττούμπαρα εχτές και το αυτοκίνητο έγινε λουβίθκια.
Πως τρώεις έτσι το κουλλούρι; Έκαμες το λουβίθκια τζ̌αι εν ούλλο χαμέ.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Συνήθως χρησιμοποιείται σε φράσεις όπως 'έκαμες το λουβίθκια', 'εκαμες τα λουβίθκια'.