παλληκάριν
[palːikáɾin]

Ουσιαστικό, ουδέτερο


Παράδειγμα

Μεγεθυντικά: παλλήκαρος.

Σημειώσεις

Μεγεθυντικά: παλλήκαρος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.