βόσκω
Ρήμα
Ρήμα
Περιφέρομαι άσκοπα.
Παράδειγμα
Η μάνα μου με παίρνει κάθε 10 λεπτά να ρωτήσει που βόσκω ενώ έχω τόσο πολύ διάβασμα.
Αφαιρούμαι, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
Παράδειγμα
Το μάθημα που κάμνει είναι τόσο ανιαρό που κάθε φορά βόσκω από τα πρώτα δέκα λεπτά.