βόσκω
Ρήμα

  1. Περιφέρομαι άσκοπα.


Παράδειγμα

Η μάνα μου με παίρνει κάθε 10 λεπτά να ρωτήσει που βόσκω ενώ έχω τόσο πολύ διάβασμα.

  1. Αφαιρούμαι, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.


Παράδειγμα

Το μάθημα που κάμνει είναι τόσο ανιαρό που κάθε φορά βόσκω από τα πρώτα δέκα λεπτά.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.