παρανυφφούιν[paɾanifːúin]Ουσιαστικό, ουδέτεροπαρανυφφούδιν ΠαράδειγμαΣτο θηλυκό είναι παρανυφφούα. ΣημειώσειςΣτο θηλυκό είναι παρανυφφούα.