μαννεύκωΡήμαΚοινή αργκόΤα χάνω, χαζεύω, αποβλακώνομαι. ΠαραδείγματαΘα έθελα να απαλλαγώ εντελώς που τα κατάλοιπα των κόμπλεξ που είχα μιτζ̌ιά τζ̌αι που πιάνουν με ακόμα, κάποτε (ειδικά άμαν βρεθώ με κόσμο που εν ιξέρω καλά) τζαι μαννεύκω τέλεια, κλειοστομιάζω τζ̌αι χαμογελώ όπως τον χάχαν [...] Θωρώ την τζ̌αι χτυπά η καρδία μου γλήορα, νιώθω πεταλουδίτσες στο στομάχι, χάννω τα λογικά μου τζ̌αι μαννεύκω πάνω της. ΠροέλευσηΑπό το επίθ. μαννός 'βλάκας'.