πεζούνιν[pezːúnin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΤο θηλυκό είναι πεζούνα. Υποκοριστικά: πεζουνούιν. Μεγεθυντικά: πέζουνος. ΣημειώσειςΤο θηλυκό είναι πεζούνα. Υποκοριστικά: πεζουνούιν. Μεγεθυντικά: πέζουνος.