πνάσε (λλίον)
Ρήμα
Ρήμα
Χαλάρωσε, ηρέμησε.
Παράδειγμα
-Έπιασα δίπλωμα οδήγησης πρόσφατα τζ̌αι σκέφτομαι να αγοράσω το καινούριο Mercedes.
-Ε κανεί μάνα μου, πνάσε τζ̌αι λλιο, προχτές έφκαλες άδεια.
Συνώνυμα:
πνάσε νάκκον, πνάσε νάκκον
Προέλευση
Σύμφωνα με τον Γιαγκουλλή (2005), το ρήμα πνάζω 'ξεκουράζομαι' προέρχεται είται από το είτε από το αρχ. υπνόω , είτε από το *υπνάζω < ύπνος.