πιθκιαύλιν[piθcávlin]Ουσιαστικό, ουδέτεροπιδκιαύλιν ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: πιθκιαυλούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: πιθκιαυλούιν.