πιλιέττον[piʎːétʰːon]Ουσιαστικό, ουδέτεροπιλέττον ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: πιλιεττούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: πιλιεττούιν.