κούκκουφος
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Ο άνθρωπος που είναι μόνος του.
Παραδείγματα
Επέθανε η γυναίκα του τζ̌αι έμεινε κούκουφος, εν έσ̌σ̌ει άλλους συγγενείς.
Περισσότερα ...
Ο άνθρωπος που είναι μόνος του.
Επέθανε η γυναίκα του τζ̌αι έμεινε κούκουφος, εν έσ̌σ̌ει άλλους συγγενείς.