μουτσ̌οσφύρης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι εντελώς μαλάκας, τόσο που τον παίζει πάνω-κάτω σαν σφυρί αντί οριζόντια, όπως όλος ο κόσμος.
Παραδείγματα
Εν πολλά μουτσ̌οσφύρης ο επιθετικός μας ρε γαμώτο. Σε 13 αγώνες εν έβαλεν ούτε ένα τέρμα.
Συνώνυμα:
, μούτσιος