τσάππαΟυσιαστικό, θηλυκόΚοινή αργκόΣεξιστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΠολύ άσχημη γυναίκα. ΠαραδείγματαΜα δε ίντα τσάππα εν τούτη. Έν θωρκέται. Συνώνυμα: κάσ̌α, κάσ̌αΠροέλευσηΗ λέξη προέρχεται από το ενετικό zapa που αρχικά σήμαινε εργαλείο σκαφής, σκαπάνη.