πουζούκκιν[puzːúcʰːin]Ουσιαστικό, ουδέτερομπουζούκκιν ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: πουζουκκούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: πουζουκκούιν.