πιστόλαΟυσιαστικό, θηλυκόΝεανική γλώσσαΣεξιστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΠολύ όμορφη γυναίκα. ΠαράδειγμαΡε πελλέ δε την τούτη είντα πιστόλα ένι!