τρουμπώννωΡήμαΚοινή αργκόστρουμπώννωΣκύβω έτσι ώστε να προβάλλουν προκλητικά οι γλουτοί. ΠαραδείγματαΕστρούμπωσε ομπρός μου τούτη! Έπεσε μου η πέννα τζ̌αι στρούμπωσα για να την πιάσω. ΣημειώσειςΧρησιμοποιείται κυρίως από άντρες όταν αναφέρονται σε γυναίκες οι οποίες σκύβουν προκλητικά μπροστά τους.