τουμάνιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ο πυκνός καπνός.
Παράδειγμα
Ρε κλείσ' το τσιάρο τζ̌αι κάμνει τουμάνι δαμέσα!
(μτφ) Βαριά και άσχημη μυρωδιά.
Παραδείγματα
Ρε εν τουμάνι τούτο το άρωμα που φορείς, μεν το ξαναβάλεις!
Έκλασεν ο γάρος τζαι εν τουμάνι δαμέσα!
Προέλευση
Από το τουρκ. duman 'καπνός'.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η λέξη είναι τούρκικης προέλευσης.