κόμματος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Η πολύ όμορφη γυναίκα, αυτή που είναι καταπληκτικό 'κομμάτι'.
Παράδειγμα
Έτσι κόμματο θέλω τζ̌αί γω, αλλά πού να γυρίσει να με δει εμένα.
Προέλευση
Δάνειο από το νεοελληνικό κόμματος.
Σημειώσεις
http://www.slang.gr/lemma/7754-kommatos