ρόκολος, -αΟυσιαστικό, διγενέςΜικρός, άβγαλτος. ΠαραδείγματαΤούτοι οι ρόκολοι εν τέλια ζιζάνια, να δούμεν πότε ενά μεγαλώσουν τζ̆αί θα κόψει ο νους τους. Το ενδιαφέρον είναι η προσέγγιση που κάνει ο δάσκαλος του μικρού μαθητή που ενθαρρύνει τον ρόκολο χωρίς ούτε μια στιγμή να τον αποθαρρύνει...