σ̌άμισ̌ιν[ʃámiʃin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΠληθυντικός: σ̌άμισ̌ι. ΣημειώσειςΠληθυντικός: σ̌άμισ̌ι.