σ̌είλιν
[ʃílin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[ʃílin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Παράδειγμα
Συνήθως στον πληθυντικό. Υποκοριστικά: σ̌ειλούδιν, σ̌ειλούιν.
Σημειώσεις
Συνήθως στον πληθυντικό. Υποκοριστικά: σ̌ειλούδιν, σ̌ειλούιν.
Περισσότερα ...
Συνήθως στον πληθυντικό. Υποκοριστικά: σ̌ειλούδιν, σ̌ειλούιν.
Συνήθως στον πληθυντικό. Υποκοριστικά: σ̌ειλούδιν, σ̌ειλούιν.