σκάλα 1
[skála]

Ουσιαστικό, θηλυκό


Παράδειγμα

Υποκοριστικό: σκαλούα.

Σημειώσεις

Υποκοριστικό: σκαλούα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.