σουπκιά[supcá]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: σουπκιούα. Μεεθυντικό: σουπκιάτσα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: σουπκιούα. Μεεθυντικό: σουπκιάτσα.