σπίτιν[spítin]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: σπιτούιν. Μεγεθυντικά: σπιταρώνα, σπιτάρα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: σπιτούιν. Μεγεθυντικά: σπιταρώνα, σπιτάρα.