σπλίγκα[splíŋga]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: σπλιγγούδα, σπλιγγούα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: σπλιγγούδα, σπλιγγούα.