ππουσ̌τόφατσα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Αυτός που σε ενοχλεί η φάτσα του, που δεν αντέχεις να τον βλέπεις.
Παράδειγμα
Κόρη μα πέρκι να σου άρεσε τούτος; Άδε τον λλίο μάνα μου, εν ππουσ̌τόφατσα!
Περισσότερα ...
Αυτός που σε ενοχλεί η φάτσα του, που δεν αντέχεις να τον βλέπεις.
Κόρη μα πέρκι να σου άρεσε τούτος; Άδε τον λλίο μάνα μου, εν ππουσ̌τόφατσα!