τζ̌εφαλή[tʃefalí]Ουσιαστικό, θηλυκό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: τζ̌εφαλούδα, τζ̌εφαλούα. Μεγεθυντικά: τζ̌εφάλα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: τζ̌εφαλούδα, τζ̌εφαλούα. Μεγεθυντικά: τζ̌εφάλα.