τζ̌ήπος[tʃípos]Ουσιαστικό, αρσενικόκήπος ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: τζ̌ηπούδιν, τζ̌ηπούιν τζ̌ηπίν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: τζ̌ηπούδιν, τζ̌ηπούιν τζ̌ηπίν.